- πομπείον
- Κτίριο της αρχαίας Αθήνας, όπου φύλαγαν σκεύη και όργανα που χρησιμοποιούσαν για την τέλεση πομπών και θρησκευτικών παρελάσεων. Βρισκόταν στην αριστερή πλευρά της Ιεράς Οδού, κοντά στο Δίπυλο. Το κτίριο ήταν διακοσμημένο με ζωγραφικούς πίνακες και αγάλματα. Στο Π. φυλάσσονταν τα χρυσά και αργυρά σκεύη που χρησιμοποιούσαν στις γιορτές των Παναθηναίων και των Ελευσινίων και που ονομάζονταν Πομπεία. Από εκεί επίσης ξεκινούσαν οι πομπές για τα Παναθήναια προς την Ακρόπολη και για τα Ελευσίνια προς την Ιερά Οδό. Ένας μέρος του Π. ήταν ανοιχτό για το κοινό, και λέγεται πως εκεί περνούσε πολλές ώρες ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης.
* * *τὸ, Α [πομπεύω]1. αγγείο, σκεύος που χρησιμοποιούσαν στις πομπές2. (στη Ρώμη) τα σκεύη και ό,τι άλλο ήταν αναγκαίο για την τέλεση θριάμβου3. κέρινη προτομή τής Κλεοπάτρας που περιέφεραν θριαμβευτικά4. (στην Αθήνα) δημόσιο οικοδόμημα, στον Έσω Κεραμεικό, όπου φυλάγονταν τέτοια σκεύη5. φρ. «πομπείου τυχεῑν» — το να περιφέρει κανείς την εικόνα κάποιου σε πομπή.
Dictionary of Greek. 2013.